- ἐντεταμένως
- ἐντετᾰμένως, Adv., ([etym.] ἐντείνω)A vehemently, vigorously, Hdt.1.18,4.14, J.AJ11.4.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐντεταμένως — ἐντείνω stretch perf part mp masc acc pl (doric) ἐντεταμένως vehemently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντείνω — (AM ἐντείνω) Ι. 1. τεντώνω, τανύω («εντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον») 2. επιτείνω, δυναμώνω («εντείνω τις προσπάθειές μου») 3. διεξάγω με μεγαλύτερη ένταση («εντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek